Η λέξη "receta" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/reˈθeta/ (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας)
Η λέξη "receta" αναφέρεται συνήθως σε μια συνταγή μαγειρικής ή σε μια ιατρική συνταγή που δίνεται από γιατρό για φάρμακα. Χρησιμοποιείται ευρέως και στις δύο έννοιες μέσα στη γλώσσα. Η χρήση της στην καθημερινή ζωή είναι συχνή, και μπορεί να προτιμάται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συνομιλίες που αφορούν τη μαγειρική ή την υγειονομική περίθαλψη.
(Συνταγή μαγειρικής: Η συνταγή μαγειρικής που ετοίμασα χθες ήταν νόστιμη.)
Receta médica: El doctor me dio una receta médica para el tratamiento.
Η λέξη "receta" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με το φαγητό και την υγεία.
(Μια συνταγή για την επιτυχία: Η αποφασιστικότητα και η σκληρή δουλειά είναι μια συνταγή για την επιτυχία.)
No hay receta mágica: No hay receta mágica para resolver problemas, se necesita esfuerzo.
(Δεν υπάρχει μαγική συνταγή: Δεν υπάρχει μαγική συνταγή για να λυθούν τα προβλήματα, χρειάζεται προσπάθεια.)
Receta del amor: La confianza y la comunicación son la receta del amor.
Η λέξη "receta" προέρχεται από το λατινικό "recipita", που σημαίνει "παραλαμβάνω" ή "λαμβάνω". Η ρίζα της φέρει την έννοια της "λήψης" ή της "συνταγής" για κάτι.
Συνώνυμα: - Instrucciones (Οδηγίες) - Fórmula (Φόρμουλα)
Αντώνυμα: - Desconocimiento (Άγνοια) - Caos (Χάος)