Ρήμα
/rekinaɾ/
Η λέξη "rechinar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα και σημαίνει την πράξη που κάνει κάτι όταν παράγει έναν ενοχλητικό ήχο, όπως αυτό που συμβαίνει όταν κάποιο αντικείμενο τρίβεται ή κουνιέται με τρόπο που προκαλεί θόρυβο. Συνήθως αναφέρεται σε θορύβους που θυμίζουν τρίξιμο ή σκούξιμο. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό κείμενο, αλλά και στον προφορικό λόγο.
Η πόρτα τρίζει όταν την ανοίγω.
El freno del coche rechina al detenerse.
Το φρένο του αυτοκινήτου τρίξιμο σταματά.
Cuando camina, sus zapatos rechinan en el suelo.
Η λέξη "rechinar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Voy a rechinar de dientes si no me escuchas.
Rechinar como una puerta vieja: σημαίνει ότι κάποιος κάνει πολλές ενοχλητικές παρατηρήσεις.
Su voz rechina como una puerta vieja durante las reuniones.
Rechinar en silencio: όταν κάποιος σιωπημένα καταπιέζει τη δυσαρέσκειά του.
Η λέξη "rechinar" προέρχεται από τη ρίζα "chinar," που σχετίζεται με το τρίξιμο και τον ήχο που παράγεται από τριβές, πιθανώς συνδυασμένη με τον πρόθεμα "re-" που δηλώνει επανάληψη ή εντατικότητα.
Συνώνυμα: - crujir (τρίβει) - chirriar (τσιρίζει) - cliquear (κλικάρει)
Αντώνυμα: - silenciar (σιγάνω) - amortiguar (σβήνω ήχο) - suavizar (μαλακώνω)