Η λέξη "rechoncho" είναι επίθετο.
/həˈtʃon.tʃo/
Η λέξη "rechoncho" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει ένα άτομο που είναι παχύ ή κοντός και παχύς. Είναι μια λέξη που μπορεί να έχει και μία ελαφρώς παιχνιδιάρικη ή γλυκιά χροιά, αλλά σε ορισμένα συμφραζόμενα μπορεί να θεωρηθεί ειρωνική ή προσβλητική. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και μπορεί να χρησιμοποιείται και στους δύο τύπους λόγου, ωστόσο είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.
El niño es rechoncho y muy feliz.
(Το παιδί είναι παχύ και πολύ χαρούμενο.)
Siempre he sido un poco rechoncho desde pequeño.
(Πάντα ήμουν λίγο παχύς από μικρός.)
El perro de mi vecino es rechoncho y adorable.
(Ο σκύλος του γείτονά μου είναι παχύς και χαριτωμένος.)
Η λέξη "rechoncho" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα, αν και δεν είναι τόσο κοινές όσο κάποιες άλλες. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Eres tan rechoncho que pareces un osito.
(Είσαι τόσο παχύς που μοιάζεις με αρκουδάκι.)
Aunque es rechoncho, tiene un gran corazón.
(Αν και είναι παχύς, έχει μεγάλη καρδιά.)
No importa si eres rechoncho, lo importante es la actitud.
(Δεν έχει σημασία αν είσαι παχύς, το σημαντικό είναι η στάση.)
En el circo, había un payaso rechoncho que hacía reír a todos.
(Στο τσίρκο, υπήρχε ένας παχύς κλόουν που έκανε όλους να γελούν.)
Η λέξη "rechoncho" προέρχεται από το ισπανικό "rechonchar", που σημαίνει "να κάνεις κάποιον να φανεί κοντός και παχύς". Η ρίζα της λέξης συνδέεται με το "re-", που συχνά δηλώνει επανάληψη, και το "choncho", που αναφέρεται σε παχύ σώμα.
Συνώνυμα: - gordo (παχύς) - corpulento (σώμα με όγκο)
Αντώνυμα: - delgado (αδύνατος) - esbelto (κομψός)