Το "recibo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "recibo" είναι: /reˈsiβo/.
Η λέξη "recibo" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "απόδειξη".
Το "recibo" αναφέρεται σε ένα έγγραφο ή σε μια εγγραφή που επιβεβαιώνει την παραλαβή ενός αγαθού ή μιας πληρωμής. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των οικονομικών, της λογιστικής και του εμπορίου. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El cliente pidió un recibo después de pagar.
Ο πελάτης ζήτησε μια απόδειξη μετά την πληρωμή.
Es importante guardar el recibo de la compra.
Είναι σημαντικό να φυλάξετε την απόδειξη της αγοράς.
Recibí un recibo por el servicio que me brindaron.
Έλαβα μια απόδειξη για την υπηρεσία που μου παρασχέθηκε.
Το "recibo" χρησιμοποιείται σπανίως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο παρακάτω παρατίθενται μερικές σχετικές προτάσεις που το ενσωματώνουν:
No me olvides de darme un recibo de pago.
Μη με ξεχάσεις να μου δώσεις μια απόδειξη πληρωμής.
El recibo es tu garantía.
Η απόδειξη είναι η εγγύησή σου.
Sin recibo, no hay devolución.
Χωρίς απόδειξη, δεν υπάρχει επιστροφή.
Η λέξη "recibo" προέρχεται από το ρήμα "recibir," που σημαίνει "να λαμβάνω," και το ίδιο προέρχεται από τη Λατινική λέξη "recipere."
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "recibo" και την χρήση της στην ισπανική γλώσσα.