Η λέξη "recio" είναι επίθετο.
/ˈreθjo/ (σε ισπανικά όπου προφέρεται /ˈresjo/ στην Λατινική Αμερική)
Η λέξη "recio" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι σκληρό, δυνατό ή ανθεκτικό. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, συμπεριλαμβανομένων τόσο του προφορικού όσο και του γραπτού λόγου. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε προφορικές συνομιλίες, όταν περιγράφουμε χαρακτηριστικά ανθρώπων, αντικειμένων ή καταστάσεων.
El viento sopló recio durante la tormenta.
(Ο άνεμος φύσηξε σφοδρά κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.)
Necesitamos una cuerda recia para el trabajo.
(Χρειαζόμαστε ένα σκληρό σχοινί για τη δουλειά.)
Es un hombre recio y decidido.
(Είναι ένας σκληρός και αποφασιστικός άνθρωπος.)
Η λέξη "recio" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
A todo recio.
(Στην πλήρη εφαρμογή.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που γίνεται με μεγάλη δύναμη ή ένταση.
Hombre recio.
(Σκληρός άνδρας.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο με ισχυρή προσωπικότητα ή που αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις με θάρρος.
Tirar con recio.
(Να τραβάς με δύναμη.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να κάνεις κάτι με μεγάλη προσπάθεια ή ενθουσιασμό.
Η λέξη "recio" προέρχεται από την λατινική λέξη "recisus" που σημαίνει "κομμένος, σκληρός". Η εξέλιξή της στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα διατήρησε την έννοια της σκληρότητας και της δύναμης.
Συνώνυμα: - fuerte (δυνατός) - sólido (σόλο) - robusto (ισχυρός)
Αντώνυμα: - débil (ασθενής) - suave (μαλακός) - frágil (εύθραυστος)