Η λέξη "recíproca" είναι επίθετο στα Ισπανικά.
/freˈθipeɾa/
Η λέξη "recíproca" αναφέρεται σε κάτι που είναι αμοιβαίο ή αλληλέγγυο. Χρησιμοποιείται συχνά σε συμφραζόμενα όπου υπάρχει αλληλεπίδραση ή ανταπόδοση μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών. Η χρήση της είναι κοινή και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο.
Las relaciones recíprocas son fundamentales en la diplomacia.
Οι αμοιβαίες σχέσεις είναι θεμελιώδεις στη διπλωματία.
Es importante establecer vínculos recíprocos en el trabajo en equipo.
Είναι σημαντικό να δημιουργηθούν αμοιβαίοι σύνδεσμοι στην ομαδική εργασία.
Los acuerdos recíprocos benefician a ambas partes.
Οι αμοιβαίοι συμφωνίες ωφελούν και τις δύο πλευρές.
Η λέξη "recíproca" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες προτάσεις που εκφράζουν τη έννοια της αμοιβαιότητας.
La ayuda recíproca crea lazos fuertes.
Η αλληλοβοήθεια δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς.
En el amor, es esencial que haya un compromiso recíproco.
Στην αγάπη, είναι απαραίτητο να υπάρχει αμοιβαία δέσμευση.
Las críticas recíprocas pueden mejorar cualquier proyecto.
Οι αμοιβαίες κριτικές μπορούν να βελτιώσουν οποιοδήποτε έργο.
Η λέξη "recíproca" προέρχεται από το λατινικό "reciprocus", που σημαίνει "αμοιβαίος, αντίστροφος".