Recital είναι ένα ουσιαστικό.
/ reˈsital /
Η λέξη "recital" αναφέρεται σε μια εκδήλωση ή παρουσίαση που συνήθως περιλαμβάνει τη δράση ενός ή περισσότερων καλλιτεχνών που εκτελούν μουσική, ποίηση ή άλλο είδος τέχνης σε ένα ακροατήριο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει συναυλίες κλασικής μουσικής ή σόλο παραστάσεις. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Το ρεσιτάλ πιάνου ήταν εντυπωσιακό.
Asistimos a un recital de poesía el fin de semana.
Παρακολουθήσαμε ένα ρεσιτάλ ποίησης το Σαββατοκύριακο.
Su recital de canto dejó a todos boquiabiertos.
Η λέξη "recital" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυάζεται με άλλες λέξεις. Ορισμένες παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Το ρεσιτάλ κλασικής μουσικής γέμισε το αμφιθέατρο.
Después del recital, el público aplaudió de pie.
Μετά το ρεσιτάλ, το κοινό χειροκρότησε όρθιο.
Durante el recital, los artistas compartieron sus historias.
Η λέξη "recital" προέρχεται από τα γαλλικά "récital", και αυτή με τη σειρά της έχει τις ρίζες της στο λατινικό "recitare" που σημαίνει "να αναφέρω" ή "να διαβάζω φωναχτά".
Συνώνυμα: - Presentación (παρουσίαση) - Espectáculo (παράσταση)
Αντώνυμα: - Silencio (σιγή) - Ausencia (απουσία)