Ρήμα
/reklaˈmaɾ/
Η λέξη "reclamar" στα Ισπανικά σημαίνει να απαιτείς κάτι ή να εκφράζεις μια διαμαρτυρία. Χρησιμοποιείται ευρέως για να αναφέρεται στην ενέργεια του διεκδικώ ή του ζητώ κάτι που πιστεύεις ότι σου ανήκει ή ότι έχεις δίκιο να ζητάς. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και παρατηρείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Yo voy a reclamar mi dinero.
(Θα απαιτήσω τα χρήματά μου.)
Ella decidió reclamar sus derechos.
(Αυτή αποφάσισε να διεκδικήσει τα δικαιώματά της.)
Η λέξη "reclamar" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Reclamar a gritos
(Να απαιτείς κάτι με φωνές)
Ejemplo: El cliente comenzó a reclamar a gritos por el mal servicio.
(Ο πελάτης άρχισε να απαιτεί με φωνές για την κακή εξυπηρέτηση.)
Reclamar justicia
(Να απαιτείς δικαιοσύνη)
Ejemplo: La comunidad salió a las calles para reclamar justicia por las víctimas.
(Η κοινότητα βγήκε στους δρόμους για να απαιτήσει δικαιοσύνη για τα θύματα.)
Reclamar el lugar que te corresponde
(Να απαιτείς τη θέση που σου αναλογεί)
Ejemplo: No tengas miedo de reclamar el lugar que te corresponde en la reunión.
(Μη φοβάσαι να απαιτήσεις τη θέση που σου αναλογεί στη συνάντηση.)
Η λέξη "reclamar" προέρχεται από το λατινικό "reclamare", που σημαίνει «να φωνάζω ξανά» ή «να διαμαρτύρομαι».
Συνώνυμα: - exigir - demandar - protestar
Αντώνυμα: - ceder - renunciar - aceptar