Ρήμα (Substantivo)
/rekˈlamo/
Η λέξη "reclamo" στα Ισπανικά σημαίνει γενικά ένα αίτημα ή παράπονο που υποβάλλεται για να επιλυθεί ένα πρόβλημα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε καταστάσεις όπου κάποιος επιθυμεί να εκφράσει δυσαρέσκεια ή να ζητήσει κάποια αποζημίωση. Στην καθημερινή γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις εμπορικής φύσεως, όπως σε παράπονα για προϊόντα ή υπηρεσίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El cliente presentó un reclamo por el mal servicio recibido.
(Ο πελάτης υπέβαλε ένα παράπονο για την κακή εξυπηρέτηση που έλαβε.)
Hicimos un reclamo a la compañía de seguros.
(Κάναμε ένα αίτημα στην ασφαλιστική εταιρεία.)
Si no solucionan el reclamo, tendré que escalar el problema.
(Αν δεν επιλύσουν το παράπονο, θα πρέπει να προχωρήσω σε κλιμάκωση του προβλήματος.)
Η λέξη "reclamo" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
(Αίτημα της φύσης): Έκφραση που αναφέρεται στη φυσική ανάγκη των ανθρώπων για αποκλειστική επαφή με τη φύση.
Reclamo del consumidor
(Αίτημα του καταναλωτή): Αναφέρεται σε διαδικασίες που αφορούν τα δικαιώματα των καταναλωτών και την υποβολή παραπόνων για προϊόντα ή υπηρεσίες.
Reclamo a la justicia
Η λέξη "reclamo" προέρχεται από το λατινικό "reclamare", που σημαίνει "να φωνάζω πίσω" ή "να διαμαρτύρομαι". Αυτό υποδεικνύει την έννοια της αντίστασης ή της απαίτησης που περιέχει.
Συνώνυμα: - queja (παράπονο) - requisito (αίτημα, προϋπόθεση) - denuncia (καταγγελία)
Αντώνυμα: - aceptación (αποδοχή) - satisfacción (ικανοποίηση)
Με αυτές τις πληροφορίες, η λέξη "reclamo" αναδεικνύεται ως σημαντικός όρος στην ισπανική γλώσσα, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τα εμπορικά, νομικά και υπηρεσιακά συμφέροντα.