Το "recluir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /re.kluˈiɾ/
Η λέξη "recluir" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να περιορίζεις ή να κρατάς κάποιον μακριά από την ελευθερία, συχνά σχετίζεται με την φυλάκιση ή τον περιορισμό των ατόμων. Στη νομική γλώσσα, σημαίνει να φυλακίζεις κάποιον ή να τον κρατάς μακριά από την κοινωνία. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο πλαίσια, προφορικά και γραπτά.
Ο δικαστής αποφάσισε να φυλακίσει τον ύποπτο σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας.
Es necesario recluir a los delincuentes para proteger a la sociedad.
Η λέξη "recluir" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε κάποιες περιπτώσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή διαδικασίες:
"Después de la pérdida, decidió recluirse en sí mismo y alejarse de los demás."
Recluido en su habitación.
Η λέξη "recluir" προέρχεται από το λατινικό "recludere", το οποίο σημαίνει "να κλείνεις πίσω". Το "re-" σημαίνει "πίσω" και "cludere" σημαίνει "κλείνω".
Συνώνυμα: - aislar - encerrar - confinar
Αντώνυμα: - liberar - soltar - permitir