recluir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

recluir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Το "recluir" είναι ρήμα.

Φωνητική Μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /re.kluˈiɾ/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "recluir" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να περιορίζεις ή να κρατάς κάποιον μακριά από την ελευθερία, συχνά σχετίζεται με την φυλάκιση ή τον περιορισμό των ατόμων. Στη νομική γλώσσα, σημαίνει να φυλακίζεις κάποιον ή να τον κρατάς μακριά από την κοινωνία. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο πλαίσια, προφορικά και γραπτά.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. El juez decidió recluir al sospechoso en una prisión de máxima seguridad.
  2. Ο δικαστής αποφάσισε να φυλακίσει τον ύποπτο σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας.

  3. Es necesario recluir a los delincuentes para proteger a la sociedad.

  4. Είναι απαραίτητο να φυλακίζουμε τους εγκληματίες για να προστατεύουμε την κοινωνία.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "recluir" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε κάποιες περιπτώσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή διαδικασίες:

  1. Recluirse en sí mismo.
  2. Να απομονωθείς στον εαυτό σου.
  3. "Después de la pérdida, decidió recluirse en sí mismo y alejarse de los demás."

    • "Μετά την απώλεια, αποφάσισε να απομονωθεί στον εαυτό του και να απομακρυνθεί από τους άλλους."
  4. Recluido en su habitación.

  5. Απομονωμένος στο δωμάτιό του.
  6. "Pasó semanas recluido en su habitación sin salir al mundo exterior."
    • "Πέρασε εβδομάδες απομονωμένος στο δωμάτιό του χωρίς να βγει στον έξω κόσμο."

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "recluir" προέρχεται από το λατινικό "recludere", το οποίο σημαίνει "να κλείνεις πίσω". Το "re-" σημαίνει "πίσω" και "cludere" σημαίνει "κλείνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - aislar - encerrar - confinar

Αντώνυμα: - liberar - soltar - permitir



23-07-2024