recluso - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

recluso (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη recluso είναι ουσιαστικό και επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /rekˈluso/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη recluso χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι κλεισμένο ή φυλακισμένο σε κάποιο μέρος, συχνά εννοείται ως άτομο που έχει φυλακιστεί λόγω εγκληματικής πράξης. Στη γλώσσα των εθνολογικών και νομικών κειμένων, η λέξη μπορεί να έχει εγκλειστικό χαρακτήρα, περιγράφοντας κάποιον που είναι απομονωμένος ή έχει περιορισμένες ελευθερίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε νομικά και γραπτά κείμενα, λιγότερη στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El recluso fue condenado a diez años de prisión.
    (Ο φυλακισμένος καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκισης.)

  2. La vida del recluso es muy dura en la cárcel.
    (Η ζωή του φυλακισμένου είναι πολύ σκληρή στη φυλακή.)

  3. Un recluso puede solicitar libertad condicional después de cumplir parte de su condena.
    (Ένας φυλακισμένος μπορεί να ζητήσει αναστολή ποινής αφού έχει εκτίσει μέρος της ποινής του.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη recluso χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να εκφράσει την κατάσταση ή τα συναισθήματα ενός ατόμου που έχει περιοριστεί σε μία θέση ή κατάσταση.

  1. Vivir como un recluso.
    (Να ζεις σαν φυλακισμένος.)
    Αναφέρεται σε κάποιον που ζει σε απομόνωση ή χωρίς κοινωνικοί επαφές.

  2. El recluso de su mente.
    (Ο φυλακισμένος του μυαλού του.)
    Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αισθάνεται περιορισμένος λόγω ψυχολογικών εμποδίων.

  3. Estar recluso en la rutina.
    (Να είσαι φυλακισμένος στην ρουτίνα.)
    Σημαίνει ότι κάποιος αισθάνεται περιορισμένος στην καθημερινή του ζωή.

Ετυμολογία

Η λέξη recluso προέρχεται από το λατινικό reclusus, το οποίο σημαίνει "έχω κλείσει πίσω" ή "φυλακισμένος". Το ρήμα recludere σημαίνει "να κλείσω πίσω" ή "να απομονώσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - encarcelado (φυλακισμένος) - prisionero (αιχμάλωτος) - aislado (απομονωμένος)

Αντώνυμα: - libre (ελεύθερος) - liberado (απελευθερωμένος) - abierto (ανοιχτός)



23-07-2024