Το "retocar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "retocar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: [re.toˈkaɾ].
Οι βασικές μεταφράσεις του "retocar" στα Ελληνικά περιλαμβάνουν: - διορθώνω - τροποποιώ - επεξεργάζομαι
Το "retocar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να δηλώσει την ενέργεια της διόρθωσης ή της τροποποίησης ενός αντικειμένου, συνήθως αναφερόμενο σε εικόνες, σχέδια ή έγγραφα. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνό σε τεχνικά και καλλιτεχνικά πλαίσια.
(Θα διορθώσω τη φωτογραφία πριν τη δημοσιεύσω.)
Ella necesita retocar el diseño del logo.
(Αυτή πρέπει να τροποποιήσει το σχέδιο του λογότυπου.)
El editor tuvo que retocar el artículo para que fuera más claro.
Η λέξη "retocar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
(Να τροποποιήσεις την αλήθεια.) — σε συμφραζόμενα όπου στρογγυλεύουν ή αλλάζουν γεγονότα.
Retocar un trato.
(Να διορθώσεις μια συμφωνία.) — χρησιμοποιείται σε επαγγελματικά ή νομικά συμφραζόμενα.
No retocar más de la cuenta.
(Μην τροποποιείς περισσότερο απ' όσο χρειάζεται.) — υπογραμμίζει την ανάγκη για μετριοπάθεια στις αλλαγές.
Retocar la imagen pública.
Το "retocar" προέρχεται από τη λέξη "tocar", η οποία σημαίνει "αγγίζω" ή "χτυπώ", με το πρόθεμα "re-", που δηλώνει επανάληψη ή επιστροφή στην αρχική κατάσταση, πρόσθεση ή διόρθωση.
Συνώνυμα: - ajustarse - perfeccionar - modificar
Αντώνυμα: - descuidar (παραμελώ) - ignorar (αγνοώ) - dañar (βλάπτω)
Αυτές οι πληροφορίες αποτυπώνουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "retocar" στην ισπανική γλώσσα με αναφορά στη γενική και πολυτεχνική χρήση της.