Το "retrasar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /re.tɾaˈsaɾ/
Το "retrasar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να δηλώσει την καθυστέρηση ή την αναβολή ενός γεγονότος ή μιας ενέργειας. Η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στους τομείς των μεταφορών, των ραντεβού, και της οικονομίας όταν υπάρχουν καθυστερήσεις στην παράδοση αγαθών ή υπηρεσιών. Εμφανίζεται συχνά και στις καθημερινές συνομιλίες, γι' αυτό είναι γνωστή και χρησιμοποιείται και στους δύο τύπους λόγου (προφορικό και γραπτό).
El tren va a retrasar su salida por problemas técnicos.
(Ο τρένος θα καθυστερήσει την αναχώρησή του λόγω τεχνικών προβλημάτων.)
Necesitamos retrasar la reunión porque no todos podrán asistir.
(Πρέπει να αναβάλουμε τη συνάντηση γιατί δεν μπορούν όλοι να παραστούν.)
El proyecto se retrasará debido a la falta de fondos.
(Το έργο θα καθυστερήσει λόγω έλλειψης χρημάτων.)
Η λέξη "retrasar" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ejemplo: La entrega del paquete está retrasando el tiempo de espera para los clientes.
(Η παράδοση της συσκευασίας καθυστερεί τον χρόνο αναμονής για τους πελάτες.)
Ejemplo: No quiero retrasar la decisión, pero necesito más información.
(Δεν θέλω να καθυστερήσω την απόφαση, αλλά χρειάζομαι περισσότερες πληροφορίες.)
Ejemplo: Las condiciones meteorológicas nos obligan a retrasar el plan de viaje.
(Οι μετεωρολογικές συνθήκες μας υποχρεώνουν να καθυστερήσουμε το σχέδιο ταξιδιού.)
Η λέξη "retrasar" προέρχεται από το ρηματικό σχήμα "trasar" (που σημαίνει "να βάζεις πίσω") με την προσθήκη του προθέματος "re-", το οποίο υποδηλώνει επανάληψη ή επιστροφή. Το "trasar" σχετίζεται με τη λέξη "tras", που σημαίνει "πίσω".
Συνώνυμα: - Demorar - Aplazar - Posponer
Αντώνυμα: - Adelantar - Avanzar - Proseguir