Η λέξη "retrasarse" σημαίνει να καθυστερώ ή να έρχομαι αργότερα από την προγραμματισμένη ώρα. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, κυρίως στην καθημερινότητα, όταν αναφερόμαστε σε περιπτώσεις που αναμένουμε κάποιον ή κάτι και αυτό δεν φτάνει στην ώρα του.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς αφορά καθημερινές καταστάσεις. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Voy a retrasarme porque hay mucho tráfico.
Θα καθυστερήσω γιατί έχει πολύ κίνηση.
Ella suele retrasarse a las reuniones.
Συνήθως καθυστερεί στις συναντήσεις.
Si te retrasas, perderemos el tren.
Αν καθυστερήσεις, θα χάσουμε το τρένο.
Η λέξη "retrasarse" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την καθυστέρηση, συνήθως για να εκφράσουν ανησυχία ή αναστάτωση.
"No puedo evitar retrasarme."
"Δεν μπορώ να αποφύγω να καθυστερήσω."
"Siempre se retrasa, ¡no sé por qué!"
"Πάντα καθυστερεί, δεν ξέρω γιατί!"
"Retrasarse es parte de mi vida diaria."
"Η καθυστέρηση είναι μέρος της καθημερινότητάς μου."
"No me gusta llegar tarde, pero a veces me retrasa el clima."
"Δεν μου αρέσει να φτάνω αργά, αλλά μερικές φορές με καθυστερεί ο καιρός."
"Lo siento, tenía que retrasarme por un imprevisto."
"Λυπάμαι, έπρεπε να καθυστερήσω λόγω ενός απρόβλεπτου."
Η λέξη "retrasarse" προέρχεται από το πρόθεμα "re-" που σημαίνει "πίσω" και το ρήμα "trasar", το οποίο σχετίζεται με την έννοια της τοποθέτησης πιο πίσω ή αργά σε σχέση με την αναμενόμενη κατάσταση.
Aplazar
Αντώνυμα: