Η λέξη "retraso" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "retraso" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: [reˈtɾa.so].
Η λέξη "retraso" σημαίνει "καθυστέρηση" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάτι συμβαίνει αργότερα από το προγραμματισμένο ή το αναμενόμενο. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αλλά η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ειδικά σε καθημερινές καταστάσεις, όπως μεταφορές ή συναντήσεις.
(Το τρένο είχε καθυστέρηση μισής ώρας.)
La reunión comenzó con retraso.
(Η συνάντηση ξεκίνησε με καθυστέρηση.)
Debido al retraso en la entrega, perdimos un cliente.
Η λέξη "retraso" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
(Κανένας καθυστέρηση δεν είναι χωρίς την ανταμοιβή της.)
Retrasar la inevitable.
(Καθυστερώ το αναπόφευκτο.)
El retraso puede ser peligroso en algunos casos.
(Η καθυστέρηση μπορεί να είναι επικίνδυνη σε ορισμένες περιπτώσεις.)
Con un retraso de un mes, ya no se considera una excepción.
(Με καθυστέρηση ενός μήνα, δεν θεωρείται πια εξαίρεση.)
Se hace un retraso de valores.
(Εφαρμόζεται μια καθυστέρηση τιμών.)
El retraso en el tráfico puede arruinar tu día.
Η λέξη "retraso" προέρχεται από το ρήμα "retrasar", που σημαίνει "καθυστερώ". Η ρίζα "tras-" προέρχεται από το λατινικό "trans-", που σημαίνει "πίσω" ή "αλλού".