Το "retrete" είναι ουσιαστικό.
/sreˈte.ɾe/
Η λέξη "retrete" αναφέρεται συνήθως σε έναν χώρο ή μια εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση των αναγκών του ανθρώπινου σώματος. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι επίσης κοινή στον προφορικό λόγο, ειδικά σε θέματα καθημερινής ζωής και υγιεινής.
El retrete está atascado y necesita ser reparado.
Η τουαλέτα είναι φραγμένη και χρειάζεται επισκευή.
En casa, tenemos un retrete en cada baño.
Στο σπίτι, έχουμε μια τουαλέτα σε κάθε μπάνιο.
No olvides subir la tapa del retrete después de usarlo.
Μην ξεχάσεις να σηκώσεις το καπάκι της τουαλέτας αφού τη χρησιμοποιήσεις.
Η λέξη "retrete" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που συνδέονται με την έννοιά της:
Estar en un retrete de oro
Να είσαι σε μια χρυσή τουαλέτα (δηλαδή, σε κατάσταση ευημερίας ή πολυτέλειας).
Kitar del retrete
Να βγεις από την τουαλέτα (χρησιμοποιούμενη σαν έκφραση για να πεις ότι κάποιος τελείωσε με κάτι και είναι έτοιμος να προχωρήσει).
Hacer del retrete tu segundo hogar
Να κάνεις την τουαλέτα το δεύτερο σπίτι σου (χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει κάποιον που περνά πολύ χρόνο εκεί, για διάφορους λόγους).
Η λέξη "retrete" προέρχεται από το λατινικό "retractus", που σημαίνει "το μέρος που αποσύρουμε". Σημαίνει κυριολεκτικά "το μέρος όπου κάποιος αποσύρεται για να εκτελέσει τις ανάγκες του".
Συνώνυμα: - inodoro - baño - lavabo
Αντώνυμα: - χώροι διαφορετικής χρήσης όπως οι δημόσιοι χώροι ή τα αποδυτήρια ανάλογα με το περιβάλλον.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "retrete" και τη σημασία της στην ισπανική γλώσσα, καθώς και τη χρήση της σε διάφορους τομείς.