Ρήμα
/retɾiˈβiɾ/
Η λέξη "retribuir" σημαίνει να επιστρέφεις ή να ανταποδίδεις κάτι σε κάποιον, συνήθως σε σχέση με την αποζημίωση ή την επιβράβευση. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της οικονομίας και της εργασίας, αναφερόμενη στην αποζημίωση των εργαζομένων για την εργασία τους.
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι ισχυρότερη στον τομέα των γραπτών οικονομικών και νομικών κειμένων. Στη γενική χρήση, έχει μέτρια συχνότητα.
Οι εργοδότες πρέπει να ανταμείβουν κατάλληλα τους εργαζομένους τους.
Es importante retribuir el esfuerzo de quienes nos ayudan.
Είναι σημαντικό να ανταποδίδουμε την προσπάθεια εκείνων που μας βοηθούν.
En algunos casos, no retribuir a los estudiantes puede desincentivar su participación.
"Πάντα προσπαθώ να ανταμείβω με το παραπάνω εκείνους που με υποστηρίζουν."
Retribuir a cada cual según su obra.
"Σε αυτή την εταιρεία, ανταμείβεται ο καθένας σύμφωνα με το έργο του."
No hay que olvidar retribuir el favor.
Η λέξη "retribuir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "retribuere", που σημαίνει "επιστρέφω" ή "ανταγωνίζομαι". Αποτελείται από το πρόθεμα "re-" που σημαίνει "πίσω" ή "ξανά", και το "tribuere" που σημαίνει "να δίνω" ή "να μοιράζω".
Συνώνυμα: - indemnizar (αποζημιώνω) - remunerar (αμοίβω) - gratificar (ευγνωμονώ)
Αντώνυμα: - desagradar (δεν ευχαριστώ) - castigar (τιμωρώ) - ignorar (αγνοώ)