Το "reunirse" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "reunirse" είναι: /re.uˈniɾ.se/
Το "reunirse" σημαίνει "να συγκεντρωθώ" ή "να συνεδριάσω", δηλαδή αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία άτομα ή ομάδες έρχονται μαζί σε ένα συγκεκριμένο μέρος για να συζητήσουν ή να εργαστούν από κοινού. Χρησιμοποιείται συχνά και στους τομείς της κοινωνικής ζωής και του επαγγελματικού χώρου καθώς επίσης και στον νομικό τομέα για τη συγκέντρωση νομικών προσώπων ή υπαλλήλων για συγκεκριμένα θέματα.
Η χρήση του είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και συναντάται και σε γραπτά κείμενα.
Hoy vamos a reunirse para discutir el proyecto.
Σήμερα θα συγκεντρωθούμε για να συζητήσουμε το έργο.
Es importante reunirse regularmente con el equipo.
Είναι σημαντικό να συνεδριάζουμε τακτικά με την ομάδα.
Ellos decidieron reunirse en la oficina a las tres.
Αυτοί αποφάσισαν να συγκεντρωθούν στο γραφείο στις τρεις.
Το "reunirse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Reunirse con alguien en torno a una mesa.
Συγκεντρώνομαι με κάποιον γύρω από ένα τραπέζι.
(Αυτό υποδεικνύει ποικιλία θεμάτων συζήτησης, συνήθως φιλικών ή οικογενειακών.)
Reunirse a hurtadillas.
Συγκεντρώνομαι κρυφά.
(Αυτό υποδηλώνει μια μυστική ή απόκρυφη συνάντηση.)
Reunirse para hacer piña.
Συγκεντρωίστε για να δημιουργήσετε ομαδική συνοχής.
(Η έκφραση αναφέρεται στην ενίσχυση της συνεργασίας και της αλληλεγγύης σε μια ομάδα.)
Reunirse como un círculo.
Συγκεντρώνομαι ως κύκλος.
(Αυτό υποδηλώνει μία οικεία ή εσωτερική συνάντηση, συχνά σχετική με ομαδικές συζητήσεις ή συνεδριάσεις.)
Το ρήμα "reunirse" προέρχεται από το Λατινικό "reunire", το οποίο είναι σύνθετο του "re-" (ξανά) και "unire" (να ενώνω).
Συνώνυμα: - Juntarse (να μαζευτώ) - Agrupirse (να συγκεντρωθώ)
Αντώνυμα: - Separarse (να χωριστώ) - Dispersarse (να διασκορπιστώ)