Το "revelador" είναι ουσιαστικό και επίθετο στα ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή: [reβelaˈðor]
Το "revelador" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που αποκαλύπτει ή φανερώνει πληροφορίες ή γεγονότα. Στον τομέα της φωτογραφίας, αναφέρεται σε ένα χημικό που χρησιμοποιείται για να εμφανίσει εικόνες από φωτογραφίες.
Συχνότητα χρήσης: Είναι μια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και η χρήση της μπορεί να είναι πιο δημοφιλής σε συγκεκριμένα τεχνικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα.
Ο φωτογράφος χρησιμοποίησε έναν αποκαλυπτικό για να ολοκληρώσει την εκτύπωση της φωτογραφίας.
Este documento tiene un papel revelador en la investigación.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "revelador" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η στάση του ήταν πολύ αποκαλυπτική για τις αληθινές του προθέσεις.
Las declaraciones del testigo fueron reveladoras en el juicio.
Οι δηλώσεις του μάρτυρα ήταν αποκαλυπτικές στη δίκη.
El documental fue un revelador de la situación actual del medio ambiente.
Το ντοκιμαντέρ ήταν αποκαλυπτικό για την τρέχουσα κατάσταση του περιβάλλοντος.
El análisis de los datos resultó revelador respecto a las tendencias del mercado.
Η λέξη "revelador" προέρχεται από το ρήμα "revelar", που σημαίνει "αποκαλύπτω" και συνδυάζεται με την κατάληξη "-dor", η οποία είναι χαρακτηριστική για τους παράγοντες ή τους φορείς δράσης.
Συνώνυμα: - iluminador (φωτεινός, αποκαλυπτικός) - informativo (ενημερωτικός)
Αντώνυμα: - ocultador (κρυφός) - encubridor (καλύπτω)
Η λέξη "revelador" είναι πλούσια σε σημασία και χρησιμοποιείται σε πολλούς διαφορετικούς τομείς, τουλάχιστον όποτε πρόκειται για την απεικόνιση ή την εκτύπωση φωτογραφιών, όπως και για την αποκαλυπτική φύση πληροφοριών.