Το "revelar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /re.βεˈlar/
Η λέξη "revelar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει τη διαδικασία της αποκάλυψης κάτι που ήταν κρυφό ή άγνωστο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως γενικά, στο δίκαιο ως αποκαλύψεις στοιχείων και στη φωτογραφία για την αποκάλυψη φωτογραφικών αρνητικών. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αν και έχει μια σημαντική παρουσία και στη spoken γλώσσα.
"Ο φωτογράφος αποκάλυψε τις εικόνες στο εργαστήριό του."
"Es importante revelerá todas las pruebas en el juicio."
"Είναι σημαντικό να αποκαλυφθούν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία στη δίκη."
"La investigación reveló datos sorprendentes."
Στο Ισπανικά, η λέξη "revelar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν την έννοια της αποκάλυψης ή της ανακάλυψης.
"No deberías revelar un secreto antes de asegurarte de que es seguro."
"Revelar la verdad"
"El documental busca revelar la verdad sobre los acontecimientos históricos."
"Revelar el potencial"
Η λέξη "revelar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "revelare", που σημαίνει "να αποκαλύψω" ή "να φανερώσω". Η ρίζα "velare" σημαίνει "καλύπτω" ή "κρύβω", και το πρόθεμα "re-" προσθέτει την έννοια της αντίστροφης πράξης της αποκάλυψης.
Συνώνυμα: - destapar (αποκαλύπτω) - descubrir (ανακαλύπτω) - mostrar (δείχνω)
Αντώνυμα: - ocultar (κρύβω) - esconder (κρύβω) - disimular (παριστάνω ότι δεν γνωρίζω)