reventar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

reventar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "reventar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική του αποτύπωση είναι: /reβenˈtaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "reventar" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να περιγράψει την πράξη της έκρηξης, του σπασίματος ή της καταστροφής κάτι εντελώς. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και σπανίως σε επίσημα γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο σε καθημερινές και προφορικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El globo reventó cuando lo pinché.
  2. Το μπαλόνι εκρήγνυται όταν το τρυπάω.

  3. Si no tienes cuidado, puedes reventar la botella.

  4. Αν δεν προσέχεις, μπορείς να σπάσεις το μπουκάλι.

  5. El volcán reventó después de muchos años de calma.

  6. Το ηφαίστειο εξερράγη μετά από πολλά χρόνια ηρεμίας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "reventar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Reventar de risa
  2. (Εκρήγνυμαι από τα γέλια)
  3. Ejemplo: "La broma fue tan buena que reviento de risa."
  4. (Το αστείο ήταν τόσο καλό που εκρήγνυμαι από τα γέλια.)

  5. Reventar el corazón

  6. (Σπάω την καρδιά)
  7. Ejemplo: "Esa película me reventó el corazón."
  8. (Αυτή η ταινία μου έσπασε την καρδιά.)

  9. No reventar la burbuja

  10. (Μη σπάσεις την φούσκα)
  11. Ejemplo: "Quiero que sigas soñando y no reventar la burbuja."
  12. (Θέλω να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι και να μην σπάσεις την φούσκα.)

  13. Reventar de enfado

  14. (Εκρήγνυμαι από θυμό)
  15. Ejemplo: "Reventé de enfado cuando vi lo que había pasado."
  16. (Εκρήγνυμαι από θυμό όταν είδα τι είχε συμβεί.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "reventar" προέρχεται από το λατινικό "reventare", που σημαίνει "να σπάσει πάλι" ή "να εκραγεί", δημιουργώντας την έννοια της εκρηκτικής φασία και της θραύσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Explotar (εκρήγνυμαι) - Romper (σπάζω) - Estallar (σκάω)

Αντώνυμα: - Unir (ενώνω) - Conservar (διατηρώ) - Mantener (διατηρώ)



22-07-2024