Reverencia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους (la reverencia).
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): [re.βe.ˈɾen.θja] (σε ισπανικές χώρες όπου η "c" προφέρεται ως /θ/).
Η λέξη "reverencia" αναφέρεται σε μια μορφή σεβασμού ή υποκλίσεως, συχνά εκφραζόμενη με μια κίνηση του σώματος (π.χ. υποκλίνομαι). Χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα σε διάφορους τομείς, όπως η κοινωνική αλληλεπίδραση, η κουλτούρα και η θρησκεία. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και είναι παρούσα κυρίως σε γραπτό κείμενο, αλλά και σε προφορικές συνομιλίες, ιδιαίτερα σε επίσημες περιστάσεις.
(Η υποκλίση μπροστά στο βωμό είναι μια θρησκευτική παράδοση.)
Mostró gran reverencia hacia sus mayores.
(Δείχνε μεγάλη υποκλίση προς τους μεγαλύτερους του.)
La reina recibió a todos con reverencia y respeto.
(Είναι μια όμορφη κίνηση να κάνεις υποκλίση στους ηλικιωμένους.)
Reverencia profunda.
(Όταν έλαβε το βραβείο, έκανε μια βαθιά υποκλίση προς το κοινό.)
Reverencia ceremonial.
Η λέξη "reverencia" προέρχεται από τη λατινική λέξη "reverentia," που σημαίνει σεβασμός ή θαυμασμός.
Συνώνυμα: - respeto (σεβασμός) - admiración (θαυμασμός)
Αντώνυμα: - desdén (περιφρόνηση) - desprecio (αποδοκιμασία)
Η "reverencia" είναι μια σημαντική έννοια στην ισπανική γλώσσα που δεν χρησιμοποιείται μόνο κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά για να δηλώσει σεβασμό και αναγνώριση προς τους άλλους.