Το "reverendo" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "reverendo" είναι /reβeˈɾendo/.
Η λέξη "reverendo" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε κάποιον που έχει θεσμικό ρόλο στη θρησκεία, συχνά παραπέμποντας σε κληρικό ή ιερέα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε θρησκευτικά ή επίσημα πλαίσια, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται στον καθημερινό λόγο όταν αναφέρονται σε θρησκευτικές προσωπικότητες. Στον γραπτό λόγο, είναι πιο συχνή σε επίσημα ή θεολογικά κείμενα.
Ο σεβαστός έδωσε έναν πολύ συγκινητικό κήρυγμα σήμερα.
La comunidad organizó un evento con el reverendo.
Η κοινότητα οργάνωσε μια εκδήλωση με τον σεβαστό.
Escuché al reverendo hablar sobre la importancia de la paz.
Η λέξη "reverendo" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέουν διάφορες έννοιες με τη θρησκεία ή την ηθική.
Σεβαστός και σεβαστός στην κοινότητά του.
El reverendo de la parroquia a menudo ayuda a los necesitados.
Ο σεβαστός της ενορίας συχνά βοηθά τους ανάγκητες.
Los consejos del reverendo son valorados por todos.
Οι συμβουλές του σεβαστού εκτιμώνται από όλους.
Al reverendo le gusta involucrarse en obras de caridad.
Η λέξη "reverendo" προέρχεται από το λατινικό "reverendus", το οποίο σημαίνει "αξιοσέβαστος" ή "σεβαστός", και συνδέεται με το ρήμα "revere" που σημαίνει "σέβομαι".
honorable (τιμητικός)
Αντώνυμα: