Η λέξη "revestimiento" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [reβes.ti.ˈmi.en.to]
Η λέξη "revestimiento" αναφέρεται σε μια επικάλυψη ή επίστρωση που χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς σε διαφορετικούς τομείς, όπως η κατασκευή (π.χ. τοίχοι, δάπεδα), η ιατρική (π.χ. επενδύσεις σε ιατρικές συσκευές) και η στρατιωτική χρήση (π.χ. προστατευτικά υλικά). Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο.
El revestimiento de la pared es de cerámica.
(Η επένδυση του τοίχου είναι από κεραμικά.)
Este vehículo tiene un revestimiento especial para protegerse del fuego.
(Αυτό το όχημα έχει μια ειδική επίστρωση για να προστατεύεται από τη φωτιά.)
El revestimiento de la herida debe ser cambiado regularmente.
(Η κάλυψη της πληγής πρέπει να αλλάζεται τακτικά.)
Η λέξη "revestimiento" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται άμεσα με τη σημασία της:
Αυτή η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφέρεται σε κάτι που είναι καλά προστατευμένο ή εξοπλισμένο.
Revestir el asunto.
(Να επενδύεις την υπόθεση.)
Αναφέρεται στη διαδικασία να προσθέτεις επιπλέον λεπτομέρειες ή να παρουσιάζεις κάτι με έναν πιο ελκυστικό τρόπο.
Hacer un revestimiento a lo que se necesita.
(Να κάνεις μια επικάλυψη αυτό που χρειάζεται.)
Η λέξη "revestimiento" προέρχεται από το ρήμα "revestir", το οποίο σημαίνει "να επενδύσεις" ή "να ντύσεις". Το πρόθεμα "re-" υποδηλώνει επανάληψη ή επιστροφή σε μια κατάσταση.
Συνώνυμα: - cobertura - capa - recubrimiento
Αντώνυμα: - desnudez (γυμνότητα) - desvestir (να ξεγυμνώνω)