Ο όρος "revisor" είναι ουσιαστικό (sustantivo) και αναφέρεται σε ένα άτομο που εξετάζει ή ελέγχει κάποιο κείμενο, εργασίες ή διαδικασίες.
Η φωνητική μεταγραφή του "revisor" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /reˈβisor/
Το "revisor" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει ένα άτομο που αναλαμβάνει τον έλεγχο και την αναθεώρηση κειμένων, είτε πρόκειται για γραφικά έργα, είτε για νομικά κείμενα, είτε για άλλες μορφές εγγράφων. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και ίσως είναι πιο κοινό σε γραπτές επαγγελματικές και ακαδημαϊκές καταστάσεις.
El revisor revisó todos los documentos antes de la reunión.
Ο αναθεωρητής εξέτασε όλα τα έγγραφα πριν από τη συνάντηση.
La empresa contrató a un revisor para auditar sus cuentas anuales.
Η εταιρεία προσέλαβε έναν ελεγκτή για να ελέγξει τις ετήσιες λογαριασμούς της.
Η λέξη "revisor" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στον ισπανικό λόγο. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
No me gusta ser el revisor de mis propios errores.
Δεν μου αρέσει να είμαι ο αναθεωρητής των δικών μου λαθών.
El revisor no encontró ni un solo fallo en el informe final.
Ο αναθεωρητής δεν βρήκε ούτε ένα λάθος στην τελική έκθεση.
Es importante que un revisor imparcial evalúe el trabajo.
Είναι σημαντικό να αξιολογηθεί η εργασία από έναν αμερόληπτο αναθεωρητή.
Η λέξη "revisor" προέρχεται από το ρηματικό “revisar”, που σημαίνει “να εξετάζω” ή “να ελέγχω”, το οποίο έχει το λατινικό σύμπλεγμα "revisare" με την έννοια της επανεξέτασης.
Συνώνυμα: - revisador - inspector - evaluador
Αντώνυμα: - ignorante - desconocedor - pasivo
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ξεκάθαρη κατανόηση της λέξης "revisor" και των σχέσεών της με άλλες έννοιες και χρήσεις στη γλώσσα Ισπανικά.