«rey» είναι ουσιαστικό.
[rei̯]
Η λέξη «rey» στα Ισπανικά σημαίνει "βασιλιάς". Αναφέρεται στον ανώτατο άρχοντα μιας βασιλείας ή ενός βασιλείου. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιστορικά αλλά και σύγχρονα συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή και τη συναντάμε τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό.
El rey entregó su corona al príncipe.
(Ο βασιλιάς παρέδωσε το στέμμα του στον πρίγκιπα.)
El rey declaró la guerra a otro país.
(Ο βασιλιάς κήρυξε τον πόλεμο σε μια άλλη χώρα.)
La gente celebra el cumpleaños del rey cada año.
(Ο κόσμος γιορτάζει τα γενέθλια του βασιλιά κάθε χρόνο.)
Η λέξη «rey» χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι το επίκεντρο της προσοχής σε μια γιορτή.
Rey Midas.
(Βασιλιάς Μίδας.)
Αναφέρεται σε κάποιον που έχει την ικανότητα να μετατρέπει τα πάντα σε χρυσό ή να έχει καλή τύχη.
Hacer algo a reyes.
(Να κάνεις κάτι σαν βασιλιάς.)
Σημαίνει να κάνεις κάτι με μεγάλη άνεση ή πολυτέλεια.
Rey sin corona.
(Βασιλιάς χωρίς στέμμα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει εξουσία ή αρχηγικές ικανότητες, αλλά δεν κατέχει επίσημο τίτλο ή θέση.
El rey de los tontos.
(Ο βασιλιάς των ηλιθίων.)
Η λέξη «rey» προέρχεται από το λατινικό «rex, regis» που σημαίνει «βασιλιάς».
Συνώνυμα: monarca (μοναρχης), soberano (κυρίαρχος)
Αντώνυμα: súbdito (υπήκοος), plebeyo (κατώτερος)