reyerta: ουσιαστικό
Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA): /reˈjerta/
Η λέξη "reyerta" αναφέρεται σε μια έντονη διαμάχη ή φιλονικία, συνήθως μεταξύ ομάδων ανθρώπων. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η νομική και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, για να περιγράψει βίαιες αντιπαραθέσεις ή συγκρούσεις. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
Η διαμάχη μεταξύ των δύο ομάδων τελείωσε σε βία.
La policía tuvo que intervenir durante la reyerta en la calle.
Η λέξη "reyerta" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες καταδεικνύουν την ένταση ή τη βία μιας κατάστασης.
Δεν θέλω να ξέρω τίποτα για καυγάδες.
La reyerta dejó a varias personas heridas.
Ο καυγάς άφησε αρκετούς ανθρώπους τραυματίες.
Después de la reyerta, hubo un miedo palpable en el barrio.
Μετά τη διαμάχη, υπήρχε ένας αισθητός φόβος στη γειτονιά.
Se habla de una reyerta en el estadio durante el partido.
Γίνεται λόγος για έναν καυγά στο στάδιο κατά τη διάρκεια του αγώνα.
La reyerta entre dos bandas rivales fue muy mediática.
Η λέξη "reyerta" προέρχεται από το λατινικό "regī̆ta", που σημαίνει «καυγάς ή διαμάχη». Στη σύγχρονη Ισπανική γλώσσα, η λέξη διατηρεί αυτήν την έννοια, αναφερόμενη σε βίαιες συγκρούσεις.
Συνώνυμα: - pelea - disputa - tumulto
Αντώνυμα: - paz (ειρήνη) - armonía (αρμονία)