Η λέξη "rocoso" είναι επίθετο.
/roˈkoso/
Η λέξη "rocoso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει την ιδιότητα του βράχου ή είναι γεμάτο βράχους. Η χρήση της είναι συχνή σε περιγραφές γεωγραφικών περιοχών ή φυσικών τοπίων. Συνήθως χρησιμοποιείται γραπτά, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε περιγραφές τοπίων ή σε συζητήσεις που σχετίζονται με τη φύση και την γεωλογία.
Το έδαφος είναι πολύ βραχώδες και δύσκολο να καλλιεργηθεί.
La montaña tiene un aspecto rocoso que la hace imponente.
Το βουνό έχει μια βραχώδη εμφάνιση που το καθιστά επιβλητικό.
Los pescadores suelen buscar lugares rocosos para atrapar más peces.
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάτι είναι δύσκολο ή γεμάτο προκλήσεις.
Un viaje rocoso.
Αναφέρεται σε ένα ταξίδι γεμάτο προκλήσεις και δυσκολίες.
Superar un terreno rocoso.
Σημαίνει να αντιμετωπίσεις και να ξεπεράσεις δυσκολίες.
Un destino rocoso.
Η λέξη "rocoso" προέρχεται από το ισπανικό "roca," που σημαίνει "βράχος." Η χρήση της έχει εξελιχθεί ώστε να περιγράφει όχι μόνο τους ίδιους τους βράχους, αλλά και τις ιδιότητες κατόπιν του σχετίσματος με το περιβάλλον.
pedregoso (γεμάτος πέτρες)
Αντώνυμα:
Η λέξη "rocoso" και οι σχέσεις της με άλλες λέξεις στη γλώσσα δείχνουν τη σημασία της στην περιγραφή τοπίων και φυσικών καταστάσεων, τόσο σε προσδιορισμούς καθημερινής γλώσσας όσο και σε ιδιωματικές εκφράσεις που στοχεύουν στην ανάπτυξη μεταφορών για προκλήσεις και δυσκολίες.