Το "rodaballo" είναι ουσιαστικό.
/ro.ða.ˈβa.ʎo/
Το "rodaballo" αναφέρεται σε ένα είδος θαλάσσιου ψαριού, συγκεκριμένα στη ροδάβαλλο (scophthalmus maximus), που ανήκει στην οικογένεια των ιππόκαμπων. Αυτό το ψάρι είναι γνωστό για τη χαρακτηριστική του επίπεδη μορφή και την ικανότητά του να αλλάζει χρώμα, καθιστώντας το εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστεί από τους θηρευτές του. Χρησιμοποιείται κυρίως στη γαστρονομία και είναι δημοφιλές σε πολλές περιοχές του κόσμου.
Η λέξη χρησιμοποιείται στη γλώσσα των αλιέων και των σεφ καθώς και στην καθημερινή ομιλία, αν και έχει περισσότερη χρήση σε γραπτό πλαίσιο.
En el mercado compré rodaballo fresco.
Στην αγορά αγόρασα φρέσκο ροδάβαλλο.
El rodaballo es un plato muy apreciado en la gastronomía.
Ο ροδάβαλλος είναι ένα πιάτο πολύ εκτιμημένο στη γαστρονομία.
Me encanta cocinar rodaballo al horno con limón.
Μου αρέσει να μαγειρεύω ροδάβαλλο στον φούρνο με λεμόνι.
Η λέξη "rodaballo" δεν είναι συνήθως μέρος σημαντικών ιδιωματικών εκφράσεων στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιεκτικότερους εκφραστικούς τρόπους που εμπεριέχουν μεταφορικές σημασίες. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
A pesar del clima, el rodaballo siempre se encuentra en el mercado.
Παρά τον καιρό, ο ροδάβαλλος πάντα βρίσκεται στην αγορά.
Si quieres sorprender a tus invitados, cocina rodaballo.
Αν θέλεις να εντυπωσιάσεις τους καλεσμένους σου, μαγείρεψε ροδάβαλλο.
En la pesca, a veces el rodaballo es el más difícil de atrapar.
Στην αλιεία, κάποιες φορές ο ροδάβαλλος είναι ο πιο δύσκολος να πιαστεί.
Η λέξη "rodaballo" προέρχεται από το ισπανικό "roda", που σημαίνει "κύκλος", αναφερόμενη στην επίπεδη και στρογγυλή μορφή του ψαριού, και "ballo", πιθανώς από άλλα γλωσσικά στοιχεία που σχετίζονται με τις αλιευτικές ορολογίες.
Ο "rodaballo" λοιπόν είναι ένα σημαντικό ψάρι στη γαστρονομία και την αλιεία, με πλούσια εστίαση σε όλα τα επίπεδα της ισπανικής γλώσσας και του πολιτισμού.