Η λέξη "rodilla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [roˈði.ʎa]
Η λέξη "rodilla" αναφέρεται στο γόνατο, που είναι η άρθρωση του ποδιού μεταξύ του μηρού και της κνήμης. Χρησιμοποιείται στην ιατρική για να περιγράψει ανατομικά ή σε περιπτώσεις που σχετίζονται με τραυματισμούς ή παθήσεις που επηρεάζουν αυτή την περιοχή. Σε γενικές γραμμές, η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς πρόκειται για ένα κοινό και ουσιώδες μέρος του σώματος. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
"Me duele la rodilla después de correr."
(Με πονάει το γόνατο μετά το τρέξιμο.)
"El médico examinó su rodilla por un posible desgarro."
(Ο γιατρός εξέτασε το γόνατό του για πιθανό ρήξη.)
"Es importante fortalecer los músculos alrededor de la rodilla."
(Είναι σημαντικό να ενισχύσετε τους μύες γύρω από το γόνατο.)
Η λέξη "rodilla" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Παράδειγμα: "En tiempos difíciles, muchas personas deciden hacer rodilla."
(Σε δύσκολες στιγμές, πολλοί άνθρωποι αποφασίζουν να γονατίσουν.)
"Rodilla en tierra"
(Γονατισμένος, σε κατάσταση ταπείνωσης ή υποταγής.)
Παράδειγμα: "Se sintió rodilla en tierra ante la situación."
(Ένιωσε γονατισμένος μπροστά στην κατάσταση.)
"Merecer rodilla"
(Να αξίζει την προσοχή ή σεβασμό.)
Η λέξη "rodilla" προέρχεται από το λατινικό "rotula", το οποίο σημαίνει "μικρός τροχός" και αναφέρεται στη στρογγυλή και κινητή άρθρωση του γονάτου.
"articulación de la pierna" (άρθρωση του ποδιού) (γενικότερα)
Αντώνυμα: