Rodillo είναι ουσιαστικό (masculine noun).
/froˈðiʎo/
Το "rodillo" στα ισπανικά αναφέρεται κυρίως σε έναν κυλινδρικό μηχανισμό ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για να πιέσει ή να κυλήσει κάτι, όπως ζύμη ή βαφή. Χρησιμοποιείται ευρέως σε τεχνικές και καθημερινές εφαρμογές, όπως σε καλλιτεχνικές και κατασκευαστικές δραστηριότητες.
Η συχνότητα χρήσης του "rodillo" είναι υψηλή τόσο στην προφορική όσο και στην γραπτή γλώσσα, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα κοινό εργαλείο στην κουζίνα και σε βιοτεχνικά περιβάλλοντα.
Ο αρτοποιός χρησιμοποιεί ένα ρολό για να ανοίξει τη ζύμη.
En la pintura, se puede aplicar la pintura con un rodillo.
Το "rodillo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Μετάφραση: Είναι σαν μια μπάλα ρολού.
"Ir a rodillo"
Μετάφραση: Πηγαίνω σαν ρολό.
"Rodillo de prensa"
Η λέξη "rodillo" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "rodar", που σημαίνει "να κυλά".
Συνώνυμα: - Cilindro (κύλινδρος) - Rollo (ρολό)
Αντώνυμα: - Planicie ( επίπεδος χώρος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "rodillo" σε διάφορους τομείς χρήσης.