Rodillos (αρσενικό, πληθυντικός), είναι το ουσιαστικό "rodillo" που αναφέρεται σε ρολά ή κύλινδροι.
/roˈði.ʎos/
Η λέξη rodillos χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κυλινδρικά αντικείμενα, συχνά χρησιμοποιούμενα στην κατασκευή, το μαγείρεμα (π.χ. για να πιέσουν τη ζύμη) ή σε μηχανές. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε τεχνικά ή βιομηχανικά πλαίσια.
Οι ρόλοι είναι απαραίτητοι στη διαδικασία παραγωγής.
Voy a usar rodillos para extender la masa de la pizza.
Θα χρησιμοποιήσω ρόλους για να απλώσω τη ζύμη της πίτσας.
En la construcción, los rodillos facilitan el transporte de materiales pesados.
Η λέξη "rodillos" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορους συμφραζόμενους. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Οι κύλινδροι του χρόνου ποτέ δεν σταματούν.
Con paciencia se necesita rodillos para lograr buenos resultados.
Με υπομονή χρειάζονται ρόλοι για να επιτευχθούν καλά αποτελέσματα.
La vida a veces se siente como un rodillo imparable.
Η ζωή μερικές φορές φαίνεται σαν ένας ασταμάτητος κύλινδρος.
Los rodillos de la historia giran y traen cambios.
Η λέξη rodillo προέρχεται από το ισπανικό "rodar" που σημαίνει "να κυλάω" και η κατάληξη "-illo" είναι ένα diminutive που προσθέτει την έννοια του μικρού ή του ελαφρού.
Η λέξη "rodillos" είναι πιο εξειδικευμένη και δεν έχει άμεσα αντώνυμα, αλλά μπορεί να θεωρηθεί αντιαντίθετο σε "estático" (στατικός) καθώς οι ρόλοι συνήθως συμβολίζουν την κίνηση.
Αυτές οι πληροφορίες σχετικά με τη λέξη "rodillos" παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου στην ισπανική γλώσσα και τη χρήση του.