Το "roer" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "roer" είναι [ˈro.eɾ].
Η μετάφραση του "roer" στα Ελληνικά είναι "τρυπάω", "τρώω" ή "καταστρέφω", ανάλογα με το πλαίσιο.
Το "roer" σημαίνει να τρώει ή να φθείρει κάτι, συχνά αναφερόμενο σε ζώα που τρώνε ξυλώδη ή σκληρά υλικά. Χρησιμοποιείται κυρίως σε προφορικό λόγο και σε κείμενα που σχετίζονται με τη φύση ή την αγροτική ζωή. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα από ότι σε γενικές συζητήσεις.
(Οι αρουραίοι συνήθως τρώνε το ξύλο.)
Es malo roer las uñas.
(Είναι κακό να τρως τα νύχια.)
Los animales roen su comida hasta dejarla sin nada.
Το "roer" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που δίνουν επιπλέον νόημα:
(Να τρως τα κόκαλα.) – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ πεινασμένος.
Roer la paciencia.
(Να τρως την υπομονή.) – Αναφέρεται σε άνθρωπο που προκαλεί ανυπομονησία σε άλλους.
No dejes que te roan el ánimo.
(Μην αφήνεις να σου φθείρουν το ηθικό.) – Σημαίνει να μην επιτρέπεις σε άλλους να σε απογοητεύσουν.
Roer las memorias.
Η λέξη "roer" προέρχεται από το λατινικό "rodere," το οποίο σημαίνει "να τρώει."