romance - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

romance (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "romance" στα Ισπανικά είναι ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /roˈmance/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "romance" στις ισπανικές γλώσσες έχει αρκετές σημασίες: 1. Αναφέρεται σε μια ρομαντική σχέση μεταξύ ατόμων. 2. Μπορεί να αναφέρεται σε λογοτεχνικά έργα ή ταινίες που εξερευνούν ρομαντικές καταστάσεις ή συναισθήματα. 3. Ο όρος μπορεί να υποδηλώνει και ρομαντισμό ως φιλοσοφία ή κίνημα.

Η χρήση της λέξης είναι συνήθως πιο κοινή σε γραπτό πλαίσιο, αν και χρησιμοποιείται επίσης στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La pareja vivió un hermoso romance durante el verano.
  2. Το ζευγάρι έζησε έναν όμορφο ρομάντζο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

  3. Su libro cuenta una historia de romance y aventura.

  4. Το βιβλίο του περιγράφει μια ιστορία ρομαντισμού και περιπέτειας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "romance" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις: 1. Estar en un romance (Να είσαι σε μια ρομαντική σχέση) - Ella está en un romance con su mejor amigo. - Αυτή είναι σε μια ρομαντική σχέση με τον καλύτερο φίλο της.

  1. Romance de verano (Καλοκαιρινός ρομαντισμός)
  2. Muchos jóvenes buscan un romance de verano durante las vacaciones.

    • Πολλοί νέοι αναζητούν έναν καλοκαιρινό ρομαντισμό κατά τη διάρκεια των διακοπών.
  3. Romance perdido (Χαμένος ρομαντισμός)

  4. A veces, el romance perdido puede ser recuperado con el tiempo.
    • Μερικές φορές, ο χαμένος ρομαντισμός μπορεί να ανακτηθεί με τον καιρό.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "romance" προέρχεται από τα λατινικά "romanticus", που σήμαινε "σχετικός με τη Ρώμη" και ανέπτυξε τη σημασία της ως ρομαντική κατάσταση ή αφήγηση στα μεσαιωνικά χρόνια.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024