Η λέξη "romance" στα Ισπανικά είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /roˈmance/
Η λέξη "romance" στις ισπανικές γλώσσες έχει αρκετές σημασίες: 1. Αναφέρεται σε μια ρομαντική σχέση μεταξύ ατόμων. 2. Μπορεί να αναφέρεται σε λογοτεχνικά έργα ή ταινίες που εξερευνούν ρομαντικές καταστάσεις ή συναισθήματα. 3. Ο όρος μπορεί να υποδηλώνει και ρομαντισμό ως φιλοσοφία ή κίνημα.
Η χρήση της λέξης είναι συνήθως πιο κοινή σε γραπτό πλαίσιο, αν και χρησιμοποιείται επίσης στον προφορικό λόγο.
Το ζευγάρι έζησε έναν όμορφο ρομάντζο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Su libro cuenta una historia de romance y aventura.
Η λέξη "romance" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις: 1. Estar en un romance (Να είσαι σε μια ρομαντική σχέση) - Ella está en un romance con su mejor amigo. - Αυτή είναι σε μια ρομαντική σχέση με τον καλύτερο φίλο της.
Muchos jóvenes buscan un romance de verano durante las vacaciones.
Romance perdido (Χαμένος ρομαντισμός)
Η λέξη "romance" προέρχεται από τα λατινικά "romanticus", που σήμαινε "σχετικός με τη Ρώμη" και ανέπτυξε τη σημασία της ως ρομαντική κατάσταση ή αφήγηση στα μεσαιωνικά χρόνια.