Η λέξη "romano" είναι ουσιαστικό και επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
/r.oˈma.no/
Η λέξη "romano" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι σχετικό με την αρχαία Ρώμη ή με το ρωμαϊκό πολιτισμό. Επίσης, μπορεί να υποδεικνύει ανθρώπους που προέρχονται από τη Ρώμη ή που ανήκουν στηνιστορία και την κουλτούρα της. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση αυτής της λέξης είναι αρκετά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε ιστορικά ή πολιτιστικά συμφραζόμενα.
El arte romano es muy influyente en la historia del arte.
(Η ρωμαϊκή τέχνη είναι πολύ επιδραστική στην ιστορία της τέχνης.)
Los romanos construyeron grandes caminos por todo su imperio.
(Οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν μεγάλους δρόμους σε όλη την αυτοκρατορία τους.)
Η λέξη "romano" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να βρείτε κάποιες αναφορές στην πολιτιστική παράδοση λόγω της ιστορικής σημασίας της Ρώμης.
Ser como un romano.
(Να είσαι όπως ένας Ρωμαίος.) - Αυτό αναφέρεται στις πρακτικές και τις αξίες της ρωμαϊκής κοινωνίας.
Hablar como un romano.
(Να μιλάς όπως ένας Ρωμαίος.) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια σύνθεση αντίληψης ή σοφίας που αποπνέεται από τη ρωμαϊκή φιλοσοφία.
Estar en la época romana.
(Να είσαι στην ρωμαϊκή εποχή.) - Αναφέρεται στο να ζεις ή να σκεφτείς με έναν τρόπο που αντλεί έμπνευση από την αρχαία Ρώμη.
Η λέξη "romano" προέρχεται από το λατινικό "Romanus", που σημαίνει "Ρωμαίος". Συναφής είναι και η λέξη "Roma" που σημαίνει "Ρώμη", η πρωτεύουσα της αρχαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Συνώνυμα: - Itálico (Ιταλικός, σε κάποιες περιπτώσεις) - Clásico (Κλασικός, όταν αναφέρεται στην τέχνη και τον πολιτισμό)
Αντώνυμα: - Barroco (Μπαρόκ, όταν αναφέρεται σε καλλιτεχνικά κινήματα που ακολούθησαν την εποχή του ρωμαϊκού πολιτισμού) - Moderno (Μοντέρνος, σε σύγκριση με την αρχαία ρωμαϊκή εποχή)
Αυτή η εξερεύνηση της λέξης "romano" αποκαλύπτει τη σημασία και την Πολιτιστική κληρονομιά που συνδέεται με αυτήν.