Ρήμα (verb)
/romˈpeɾ/
Η λέξη "romper" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να περιγράψει την ενέργεια του σπασίματος ή της διάσπασης ενός αντικειμένου. Μπορεί να αναφέρεται σε φυσικά αντικείμενα, σχέσεις ή καταστάσεις. Η χρήση της λέξης είναι κοινή και οι ισπανόφωνοι τη χρησιμοποιούν τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, με προτίμηση στον προφορικό.
Η μικρή κοπέλα έσπασε το παιχνίδι.
Es fácil romper una promesa.
Η λέξη "romper" συναντάται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
(Χρησιμοποιείται όταν κάποιος ξεκινάει μια συζήτηση μετά από μια ήσυχη περίοδο.)
Romper a llorar
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ξαφνική έκρηξη συναισθημάτων.)
Romper el hielo
(Αναφέρεται στο να σπάσεις τη δυσκολία επικοινωνίας σε μια νέα ή άβολη κατάσταση.)
Romper la rutina
Η λέξη "romper" προέρχεται από το λατινικό "rumpere", το οποίο επίσης σημαίνει "σπάω" ή "σπάζω".
Συνώνυμα: - quebrar (ραγίζω) - desgarrar (ξεσκίζω)
Αντώνυμα: - unir (ενώνω) - reparar (επισκευάζω)