Το "romperse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /romˈpeɾse/
Το "romperse" σημαίνει να σπάσει κάτι ή να υποστεί ρήξη, συχνά χρησιμοποιούμενο για να περιγράψει την κατάσταση όπου ένα αντικείμενο (π.χ. ένα υλικό ή μια σχέση) χάνει τη συνέχειά του ή τη λειτουργικότητά του. Η χρήση του είναι συχνή και στις δύο περιστάσεις, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό περιβάλλον.
La ventana se rompió cuando el viento sopló fuerte.
(Το παράθυρο έσπασε όταν ο άνεμος φύσηξε δυνατά.)
No quiero romperme el corazón otra vez.
(Δεν θέλω να ξανασπάσω την καρδιά μου.)
El niño se rompió la pierna jugando al fútbol.
(Το παιδί έσπασε το πόδι του παίζοντας ποδόσφαιρο.)
Η λέξη "romperse" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Romperse la cabeza
(Να σπάσει το κεφάλι σου - χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε σκέψη που προκαλεί μεγάλη δυσκολία.)
Δηλαδή: "No puedo resolver este problema, me estoy rompiendo la cabeza." (Δεν μπορώ να λύσω αυτό το πρόβλημα, σπάω το κεφάλι μου.)
Romperse el alma
(Να σπάσει η ψυχή - χρησιμοποιείται όταν κάποιος είναι πολύ λυπημένος ή απογοητευμένος.)
Δηλαδή: "Esa noticia me rompió el alma." (Αυτή η είδηση μου έσπασε την ψυχή.)
Romper el silencio
(Να σπάσει τη σιωπή - χρησιμοποιείται όταν κάποιος αρχίζει να μιλάει μετά από ένα χρονικό διάστημα σιωπής.)
Δηλαδή: "Después de mucho tiempo, decidió romper el silencio." (Μετά από πολύ καιρό, αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή.)
Romper relaciones
(Να σπάσει σχέσεις - χρησιμοποιείται για να περιγράψει το τέλος μιας σχέσης ή φιλίας.)
Δηλαδή: "Decidimos romper relaciones después de la discusión." (Αποφασίσαμε να σπάσουμε τις σχέσεις μετά τη συζήτηση.)
Η λέξη "romperse" προέρχεται από το λατινικό "rumpere", που σημαίνει να σπάσει ή να ραγίσει. Η αντωνυμία "se" δηλώνει ότι η ενέργεια είναι ανακλαστική, δηλαδή το υποκείμενο της πρότασης επιτελεί την ενέργεια στον εαυτό του.
Συνώνυμα: - quebrarse - fracturarse
Αντώνυμα: - unirse (να ενωθεί) - mantener (να διατηρηθεί)