Το "rompimiento" είναι ουσιαστικό (sustantivo) στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /rom.ˈpim.jen.to/
Η λέξη "rompimiento" αναφέρεται γενικά σε μια κατάσταση όπου κάτι σπάει ή διακόπτεται. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως φυσικά σπάσματα (π.χ. σπάσιμο ενός αντικειμένου) ή σε νομικά πλαίσια (διακοπή της συμφωνίας). Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.
Η ρήξη του γυαλιού προκάλεσε έναν μεγάλο θόρυβο.
El rompimiento del contrato fue inesperado.
Η διακοπή του συμβολαίου ήταν απροσδόκητη.
Su rompimiento con su pareja fue doloroso.
Η λέξη "rompimiento" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Να περάσεις από μια συναισθηματική ρήξη.
El rompimiento de las normas puede llevar a consecuencias graves.
Η ρήξη των κανόνων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες.
Se siente un rompimiento en la familia tras la discusión.
Νιώθεται μια ρήξη στην οικογένεια μετά τη συζήτηση.
El rompimiento entre amigos puede ser difícil de manejar.
Η λέξη "rompimiento" προέρχεται από το ρήμα "romper", που σημαίνει "να σπάσεις" ή "να σπάσει". Η κατάληξη "-miento" σχηματίζει ουσιαστικά που περιγράφουν τη διαδικασία ή την κατάσταση ενός δράματος.