rompimiento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

rompimiento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "rompimiento" είναι ουσιαστικό (sustantivo) στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /rom.ˈpim.jen.to/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "rompimiento" αναφέρεται γενικά σε μια κατάσταση όπου κάτι σπάει ή διακόπτεται. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως φυσικά σπάσματα (π.χ. σπάσιμο ενός αντικειμένου) ή σε νομικά πλαίσια (διακοπή της συμφωνίας). Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El rompimiento del vidrio causó un gran estruendo.
  2. Η ρήξη του γυαλιού προκάλεσε έναν μεγάλο θόρυβο.

  3. El rompimiento del contrato fue inesperado.

  4. Η διακοπή του συμβολαίου ήταν απροσδόκητη.

  5. Su rompimiento con su pareja fue doloroso.

  6. Η ρήξη με τον/τη σύντροφό του/της ήταν επώδυνη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "rompimiento" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Pasar por un rompimiento emocional.
  2. Να περάσεις από μια συναισθηματική ρήξη.

  3. El rompimiento de las normas puede llevar a consecuencias graves.

  4. Η ρήξη των κανόνων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες.

  5. Se siente un rompimiento en la familia tras la discusión.

  6. Νιώθεται μια ρήξη στην οικογένεια μετά τη συζήτηση.

  7. El rompimiento entre amigos puede ser difícil de manejar.

  8. Η ρήξη μεταξύ φίλων μπορεί να είναι δύσκολη να διαχειριστεί.

Ετυμολογία

Η λέξη "rompimiento" προέρχεται από το ρήμα "romper", που σημαίνει "να σπάσεις" ή "να σπάσει". Η κατάληξη "-miento" σχηματίζει ουσιαστικά που περιγράφουν τη διαδικασία ή την κατάσταση ενός δράματος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024