Η λέξη "ron" μπορεί να αναφέρεται σε μια σειρά εκφράσεων στη γλώσσα Ισπανικά, συμπεριλαμβανομένου του βότκας, ενός αλκοολούχου ποτού που παρασκευάζεται από ζαχαροκάλαμο και συνήθως καταναλώνεται σε ποτά ή κοκτέιλ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τομείς της γαστρονομίας και της κοινωνικής ζωής. Η συχνότητα χρήσης της μπορεί να είναι υψηλή στον προφορικό λόγο, ιδίως σε καταστάσεις που σχετίζονται με την κατανάλωση ποτών ή την κοινωνικοποίηση.
Στο πάρτι, όλοι απόλαυσαν το ρούμι.
Él pidió un cocktail de ron.
Η λέξη "ron" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που σχετίζονται με την κοινωνική ζωή ή τη διασκέδαση:
Να πιείς ρούμι στην υγειά κάποιου.
Echar un ron.
Να απολαύσεις ένα ποτό ρούμι με φίλους.
Brindar con ron.
Στο μπαρ, πάντα κάνουμε τοστ με ρούμι.
Después de cenar, tomamos un ron para relajarnos.
Η λέξη "ron" προέρχεται από τη λατινική λέξη "aqua" για το νερό, που αργότερα εξελίχθηκε σε διαφορετικές γλώσσες ως αναφορά σε αλκοολούχα ποτά. Στη σύγχρονη γλώσσα, συνδέεται άμεσα με την προέλευση της παραγωγής ρούμι από ζαχαροκάλαμο.
Bebida alcohólica
Αντώνυμα: