Η λέξη "ronca" είναι ουσιαστικό και ηχώς (ή χαρακτηριστικό).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "ronca" είναι /ˈrɔŋ.ka/.
Στα ισπανικά, η λέξη "ronca" αναφέρεται κυρίως σε ένα χαρακτηριστικό ήχο που κάνει κάποιος όταν ροχαλίζει. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαδικασία του ροχαλητού κατά τη διάρκεια του ύπνου. Η λέξη είναι σχετικά κοινή στον προφορικό λόγο, καθώς οι συζητήσεις γύρω από τον ύπνο και τα εξωτερικά ήχων είναι συνηθισμένες.
Él ronca toda la noche.
Αυτός ροχαλίζει όλη τη νύχτα.
No puedo dormir porque mi pareja ronca.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ γιατί ο σύντροφός μου ροχαλίζει.
El médico dijo que el roncar puede ser un problema de salud.
Ο γιατρός είπε ότι το ροχαλητό μπορεί να είναι ένα πρόβλημα υγείας.
Η λέξη "ronca" συνήθως δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις που σχετίζονται με τον ύπνο ή την υγεία. Ακολουθούν κάποιες παραδείγματα:
Roncar como un tronco.
Ροχαλίζει σαν κορμός.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ροχαλίζει πολύ δυνατά.)
No hay nada peor que dormir junto a alguien que ronca.
Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να κοιμάσαι δίπλα σε κάποιον που ροχαλίζει.
(Αυτή η φράση υπογραμμίζει το πρόβλημα του ροχαλητού στις σχέσεις.)
El roncador habitual no se da cuenta de su problema.
Ο συχνός ροχαλητής δεν συνειδητοποιεί το πρόβλημά του.
(Αυτή η φράση τονίζει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που ροχαλίζουν δεν αναγνωρίζουν την κατάσταση.)
Η λέξη "ronca" προέρχεται από το ρήμα "roncar," που σημαίνει να ροχαλίζω, και έχει τις ρίζες της στη Λατινική γλώσσα.
Αυτά τα στοιχεία παρέχουν μια συνολική εικόνα για τη λέξη "ronca" και τη χρήση της στην ισπανική γλώσσα.