Ρήμα
/ronˈkar/
Η λέξη "roncar" αναφέρεται σε έναν ήχο που παράγεται από την κατηγορία των ζωντανών οργανισμών, όπως τα ζώα ή ακόμα και οι άνθρωποι, ο οποίος είναι συνήθως βαρύς και σκεπτικός. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για έναν ήχο που δημιουργεί η αναπνοή κατά τη διάρκεια του ύπνου (ροχαλητό). Στη γλώσσα των Ισπανών, είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο και περιγράφει ήχους με χαρακτηριστικές διακυμάνσεις.
(Ο σκύλος άρχισε να βρυχάται όταν κοιμήθηκε στον καναπέ.)
A veces me despierto porque mi pareja ronca toda la noche.
Η λέξη "roncar" δεν συχνά χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάποιες εκφράσεις που συνδέονται με την έννοια του ροχαλητού ή του βρυχηθμού:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ροχαλίζει πολύ δυνατά.
"No dejes de roncar."
Χρησιμοποιείται με χιουμοριστική διάθεση για να σχολιάσει την έντονη αναπνοή κάποιου κατά τη διάρκεια του ύπνου.
"Me despierta el ronquido de mi hermano."
Η λέξη προέρχεται από το παλαιό Ισπανικό "roncar", πιθανώς σχετίζεται με τον ήχο που προέρχεται από τη διαδικασία του ύπνου και την αναπνοή.
Συνώνυμα: - Resoplar (αναστενάζω) - Gruñir (γρυλίζω)
Αντώνυμα: - Callar (σιωπώ) - Susurrar (ψιθυρίζω)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια συνολική εικόνα της λέξης "roncar" στην ισπανική γλώσσα.