roncha: ουσιαστικό (femenino)
/ˈɾon.tʃa/
Η λέξη "roncha" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ιατρικής και της καθημερινής γλώσσας. Αναφέρεται σε μια φλεγμονώδη κατάσταση του δέρματος, συχνά ως αποτέλεσμα αλλεργικής αντίδρασης, που μπορεί να προκαλέσει εμφάνιση ερυθρών, επώδυνων ή φουσκωτών περιοχών. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτές αναφορές σχετικά με αλλεργίες ή ιατρικές καταστάσεις.
"Έχει μια κυψέλη στο χέρι από το τσίμπημα ενός κουνουπιού."
"El doctor le recomendó no rascarse la roncha."
"Ο γιατρός της συνέστησε να μην ξύσει την κυψέλη."
"Las ronchas suelen aparecer después de consumir ciertos alimentos."
Η λέξη "roncha" δεν χρησιμοποιείται εκτενώς σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε συζητήσεις σχετικές με την υγεία μπορεί να είναι χρήσιμη. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες εκφράσεις στις οποίες ενδέχεται να εμφανίζεται:
"Μην ανησυχείς, είναι μόνο μια κυψέλη που θα εξαφανιστεί."
"A veces, una roncha puede indicar una alergia."
"Κάποιες φορές, μια φουσκάλα μπορεί να υποδηλώνει μια αλλεργία."
"Si aparecen muchas ronchas, debes consultar al médico."
Η λέξη "roncha" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "ronchar," που σημαίνει "να παραλείπεις" ή "να δημιουργείς". Στο ιατρικό της πλαίσιο, η λέξη έχει εξελιχθεί να αναφέρεται συγκεκριμένα σε τη φλεγμονώδη αντίδραση του δέρματος.
Συνώνυμα: - flictena (φλύκταινα) - hinchazón (πρήξιμο) - bulto (όγκος)
Αντώνυμα: - piel lisa (ομαλό δέρμα) - normalidad (κανονικότητα)
Αυτές οι πληροφορίες συλλέγονται για να παρέχουν μια λεπτομερή κατανόηση της λέξης "roncha" και των χρήσεών της στη γλώσσα Ισπανικά.