Ρήμα (συγκεκριμένα, είναι ένα επίθετο που συχνά αναφέρεται σε φυσικά χαρακτηριστικά).
Φωνητική μεταγραφή: /ˈron.ko/
Η λέξη "ronco" σε ισπανικά αναφέρεται συνήθως σε ένα χαρακτηριστικό ή μία κατάσταση που αφορά τον ήχο ή την παραγωγή ομιλίας. Συχνά χρησιμοποιείται στην ιατρική για να περιγράψει μια "βαριά" ή "τραχιά" φωνή, συχνά λόγω κρυολογήματος ή άλλων αναπνευστικών συνθηκών. Η χρήση της είναι αρκετά διαδεδομένη και συχνότερα εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
(Ο ασθενής έχει βαριά φωνή λόγω του κρυολογήματος του.)
Después de gritar tanto, suena un poco ronco.
(Να μείνεις με βαριά φωνή από το κρύο.)
Hablar a ronco y sin aliento.
Η λέξη "ronco" προέρχεται από το λατινικό "rumcus", που σημαίνει "θόρυβος" ή "βουητό". Η εξέλιξή της καθρεφτίζει την αρχική έννοια της βαριάς ή ρουθουνιστής φωνής.
Συνώνυμα: - Gruñón (βροντώδης)
Αντώνυμα: - Suave (απαλή) - Clara (καθαρή)
Με αυτές τις πληροφορίες, καλύπτονται όλοι οι τομείς που ζητήσατε σχετικά με την ισπανική λέξη "ronco".