Ρηματικό ουσιαστικό.
/ronˈkiðo/
Η λέξη "ronquido" αναφέρεται στον ήχο που παράγεται κατά την αναπνοή ενός ατόμου κατά τη διάρκεια του ύπνου, γνωστό ως ροχαλητό. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της ιατρικής και της γενικής γλώσσας για να περιγράψει μια κατάσταση που μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα του ύπνου και της υγείας του ατόμου. Χρησιμοποιείται μετρίως συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται περισσότερο σε ιατρικά ή υγειονομικά κείμενα.
"El ronquido de mi padre es muy fuerte."
"Το ροχαλητό του πατέρα μου είναι πολύ δυνατό."
"A veces, el ronquido puede ser un síntoma de apnea del sueño."
"Περιστασιακά, το ροχαλητό μπορεί να είναι σύμπτωμα άπνοιας ύπνου."
"No puedo dormir bien por el ronquido de mi pareja."
"Δεν μπορώ να κοιμηθώ καλά λόγω του ροχαλητού του συντρόφου μου."
Στην ισπανική γλώσσα, το "ronquido" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις όπως:
"El ronquido es un aviso de que necesita descansar más."
"Το ροχαλητό είναι μια ένδειξη ότι χρειάζεται να ξεκουραστεί περισσότερο."
"Cuando hay ronquidos en la habitación, nadie duerme tranquilo."
"Όταν υπάρχουν ροχαλητά στο δωμάτιο, κανείς δεν κοιμάται ήσυχα."
"El ronquido puede afectar las relaciones de pareja."
"Το ροχαλητό μπορεί να επηρεάσει τις σχέσεις ζευγαριών."
"No hay remedio para el ronquido, solo paciencia."
"Δεν υπάρχει θεραπεία για το ροχαλητό, μόνο υπομονή."
Η λέξη "ronquido" προέρχεται από το ρήμα "roncar," το οποίο σημαίνει να ροχαλίζεις. Έχει τις ρίζες του στη λατινική γλώσσα, όπου η λέξη "roncare" δήλωνε τον ήχο που παράγεται κατά την αναπνοή.
Συνώνυμα:
- Ruidoso (θορυβώδες)
Αντώνυμα:
- Silencio (σιγή)
- Tranquilidad (ησυχία)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια εκτενή εικόνα για τη λέξη "ronquido" στη γλώσσα των Ισπανικών.