Το "ropero" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "ropero" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /roˈpeɾo/.
Η λέξη "ropero" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - ντουλάπα (ειδικά για ρούχα) - αποθηκευτικός χώρος για ρούχα
Το "ropero" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ντουλάπα ή έναν χώρο αποθήκευσης ρούχων, συχνά με ράφια ή κρεμάστρες. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στον προφορικό λόγο και ταυτόχρονα σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς αναφέρεται σε ένα κοινό αντικείμενο του σπιτιού.
(Η ντουλάπα είναι γεμάτη ρούχα που δεν φοράω πια.)
Voy a comprar un ropero nuevo para mi habitación.
(Θα αγοράσω μια καινούργια ντουλάπα για το δωμάτιό μου.)
Ella organizó el ropero antes de la mudanza.
Το "ropero" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως κάποιες άλλες λέξεις, αλλά αναφέρονται μερικές πιο συγκεκριμένες συνθήκες χρήσης του:
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της ανεύρεσης ή της επιλογής ρούχων.
"Tener un ropero vacío"
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιος δεν έχει πολλά ρούχα ή ότι χρειάζεται να ψωνίσει.
"Desordenar el ropero"
Η λέξη "ropero" προέρχεται από το ισπανικό "ropa," που σημαίνει ρούχα, και η κατάληξη "-ero" υποδηλώνει ένα αντικείμενο ή χώρο που σχετίζεται με αυτές τις ρούχες.
Συνώνυμα: - Armario (ντουλάπα) - Closet (ντουλάπα)
Αντώνυμα: - Espacio vacío (κενός χώρος) - Desorganizado (απρογραμμάτιστος)