ropero - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ropero (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "ropero" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "ropero" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /roˈpeɾo/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "ropero" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - ντουλάπα (ειδικά για ρούχα) - αποθηκευτικός χώρος για ρούχα

Σημασία και χρήση

Το "ropero" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ντουλάπα ή έναν χώρο αποθήκευσης ρούχων, συχνά με ράφια ή κρεμάστρες. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στον προφορικό λόγο και ταυτόχρονα σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς αναφέρεται σε ένα κοινό αντικείμενο του σπιτιού.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El ropero está lleno de ropa que ya no uso.
  2. (Η ντουλάπα είναι γεμάτη ρούχα που δεν φοράω πια.)

  3. Voy a comprar un ropero nuevo para mi habitación.

  4. (Θα αγοράσω μια καινούργια ντουλάπα για το δωμάτιό μου.)

  5. Ella organizó el ropero antes de la mudanza.

  6. (Αυτή οργάνωσε τη ντουλάπα πριν από τη μετακόμιση.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "ropero" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως κάποιες άλλες λέξεις, αλλά αναφέρονται μερικές πιο συγκεκριμένες συνθήκες χρήσης του:

  1. "Coger algo del ropero"
  2. (Να πάρω κάτι από τη ντουλάπα.)
  3. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της ανεύρεσης ή της επιλογής ρούχων.

  4. "Tener un ropero vacío"

  5. (Να έχεις μια άδεια ντουλάπα.)
  6. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιος δεν έχει πολλά ρούχα ή ότι χρειάζεται να ψωνίσει.

  7. "Desordenar el ropero"

  8. (Να αναστατώσεις τη ντουλάπα.)
  9. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει το χάος που μπορεί να δημιουργηθεί όταν δεν είναι οργανωμένα τα ρούχα.

Ετυμολογία

Η λέξη "ropero" προέρχεται από το ισπανικό "ropa," που σημαίνει ρούχα, και η κατάληξη "-ero" υποδηλώνει ένα αντικείμενο ή χώρο που σχετίζεται με αυτές τις ρούχες.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Armario (ντουλάπα) - Closet (ντουλάπα)

Αντώνυμα: - Espacio vacío (κενός χώρος) - Desorganizado (απρογραμμάτιστος)



23-07-2024