Η λέξη "rosa" είναι ένα ουσιαστικό και μπορεί να λειτουργεί ως επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /ˈrosa/
Η λέξη "rosa" στα Ισπανικά σημαίνει "ροζ" αναφερόμενη στο χρώμα, αλλά επίσης αναφέρεται και στο λουλούδι "τριαντάφυλλο". Η χρήση της ποικίλλει και μπορεί να είναι συχνή και στις δύο περιπτώσεις. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο όταν αναφέρεται σε χρώματα και λιγότερο στην επίσημη γραπτή γλώσσα.
La casa tiene paredes de color rosa.
(Το σπίτι έχει ροζ τοίχους.)
Me regalaron una rosa roja por mi cumpleaños.
(Μου δώσανε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο για τα γενέθλιά μου.)
El vestido que compré es de un bello tono rosa.
(Το φόρεμα που αγόρασα είναι σε ένα όμορφο ροζ τόνο.)
Η λέξη "rosa" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ver la vida de color rosa.
(Να βλέπεις τη ζωή ροζ.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που βλέπει τη ζωή με μια πολύ θετική προοπτική.
Estar como una rosa.
(Να είσαι όπως ένα τριαντάφυλλο.)
Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάποιον που φαίνεται όμορφος ή σε καλή κατάσταση.
Poner rosa a la situación.
(Να κάνεις την κατάσταση ροζ.)
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιος προσπαθεί να ομορφύνει ή να εξωραΐσει μια δύσκολη ή αρνητική κατάσταση.
Η λέξη "rosa" προέρχεται από τα Λατινικά, συγκεκριμένα από τη λέξη "rosa", η οποία σημαίνει "τριαντάφυλλο" και διατηρεί τη ίδια σημασία στη σύγχρονη ρομανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - rosado (ροζ) - flor de rosa (λουλούδι τριαντάφυλλο)
Αντώνυμα: - negro (μαύρο) - blanco (άσπρο)
Η λέξη "rosa" είναι πολύ κοινή στην ισπανική γλώσσα, η οποία χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, διατηρώντας μια ρομαντική, καλλιτεχνική και περιγραφική διάσταση.