Ρήμα: Όρος που αναφέρεται σε λουλούδι, κυρίως το τριαντάφυλλο.
/roˈsal/
Η λέξη "rosal" αναφέρεται σε ένα είδος φυτού, δηλαδή τον θάμνο που παράγει τριαντάφυλλα. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τον χώρο ή την κηπουρική περιοχή όπου καλλιεργούνται τριαντάφυλλα. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε κείμενα σχετικά με τη φυτοκομία, τον κήπο ή τη λογοτεχνία, ενώ σπανίως χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο.
Στον κήπο μου έχω ένα τριαντάφυλλο που ανθίζει την άνοιξη.
El rosal está lleno de flores de diferentes colores.
Η λέξη "rosal" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μερικές φράσεις σχετικές με λουλούδια ή συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ενός "rosal" μπορεί να χρησιμοποιούνται ευρέως:
Μια καρδιά σαν ένα τριαντάφυλλο: Λέγεται για κάποιον που είναι τρυφερός και γεμάτος ομορφιά αλλά μπορεί επίσης να έχει αγκάθια.
Echar a perder un rosal: Esto significa no cuidar algo bello y dejar que se marchite.
Η λέξη "rosal" προέρχεται από το λατινικό "rosale", που συνδέεται άμεσα με τη λέξη "rosa" (τριαντάφυλλο).
jardín de rosas (κήπος τριαντάφυλλων)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για τη λέξη "rosal", καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένο φυτικό είδος. Ωστόσο, θα μπορούσε να αναφερόμαστε σε θάμνους ή φυτά που δεν παράγουν λουλούδια.