Ρήμα (ουσιαστικό)
/roˈsaɾjo/
Η λέξη "rosario" αναφέρεται συνήθως σε μια αλυσίδα ή κομπολόγι όπως το κομποσκοίνι των καθολικών, το οποίο χρησιμοποιείται για προσευχή. Το ροζάριο αποτελείται από μια σειρά από χάντρες που χρησιμοποιούνται για να μετρήσουν προσευχές, με σημαντική χρήση στη θρησκεία.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε θρησκευτικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα και είναι αρκετά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Στη θεία λειτουργία, ο ιερέας ευλόγησε το ροζάριο.
Ella siempre lleva su rosario en el bolso.
Αυτή πάντα έχει το ροζάριο της στην τσάντα.
Mis abuelos me enseñaron a rezar con el rosario.
Η λέξη "rosario" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που σχετίζονται κυρίως με θρησκευτικές πρακτικές ή συναισθηματικές καταστάσεις.
Después de pasar el rosario, al fin encontró la paz. (Μετά από δύσκολες στιγμές, τελικά βρήκε την ειρήνη.)
Tener un rosario de problemas
Tiene un rosario de problemas en su trabajo. (Έχει πολλές δυσκολίες στη δουλειά του.)
Amarrar el rosario
Η λέξη "rosario" προέρχεται από τη λατινική λέξη "rosarium", που σημαίνει "κήπος ροδονιών" ή "συνάθροιση ρόδων". Αυτό σχετίζεται με την ιδέα των “ροδών” της προσευχής.
Συνώνυμα: - κομποσκοίνι - χάντρες προσευχής
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσοι αντώνυμοι, καθώς η έννοια του ροζαρίου είναι πολύ εξειδικευμένη και είναι συνδεδεμένη με την πρακτική της θρησκείας. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί ως αντώνυμο η απουσία προσευχής ή θρησκευτικής πρακτικής.