Ρήμα.
/rosˈkaðo/
Η λέξη "roscado" στα Ισπανικά συνήθως αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με την τύχη ή την τύχη που βρίσκεται σε κατάσταση αλλαγής ή οποία είναι άτυχη. Η χρήση της είναι σπάνια και περισσότερο εμφανίζεται σε ειδικά συμφραζόμενα.
Σε γενικές γραμμές, η συχνότητα χρήσης της λέξης "roscado" στον προφορικό λόγο είναι περιορισμένη, και ίσως να συναντηθεί περισσότερο σε συγκεκριμένα κείμενα ή σε περιορισμένες περιοχές.
"El jugador tuvo un día rascado en el casino."
"Ο παίκτης είχε μία αποτυχία στο καζίνο."
"La vida a veces es rascada, pero hay que seguir adelante."
"Η ζωή μερικές φορές είναι άτυχη, αλλά πρέπει να προχωρήσουμε."
"Siento que este proyecto está rascado desde el principio."
"Νιώθω ότι αυτό το έργο είναι άτυχο από την αρχή."
Η λέξη "roscado" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ειδικά συμφραζόμενα για να περιγράψει καταστάσεις ή συμβάντα που είναι "τυχαία" ή "άτυχα".
"Estar en un rascado"
"Να είσαι σε μια κατάσταση τύχης."
"Hoy es un día rascado para todos."
"Σήμερα είναι μια άτυχη μέρα για όλους."
"No puedo creer que estoy tan rascado en este asunto."
"Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχω τόση τύχη σε αυτό το θέμα."
Η λέξη πιθανώς προέρχεται από το ρήμα "rascar" (να ξύσεις), που συνδεδεμένο με την έννοια της "τύχης", παραπέμπει σε κάτι που αναζητά ή κερδίζει, κατευθυνόμενο προς την έννοια της τύχης μέσω της λογοτεχνίας ή των τυχερών παιχνιδιών.
Συνώνυμα: - "azaroso" (τυχαίος). - "desafortunado" (άτυχος).
Αντώνυμα: - "afortunado" (τυχερός). - "prospero" (ευημερών).