Rostro είναι ουσιαστικό (sustantivo) στον ενικό αριθμό.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ˈros.tɾo/
Η λέξη rostro αναφέρεται στο πρόσωπο ενός ατόμου, χρησιμοποιούμενη με έννοια που σχετίζεται με την όψη ή την εμφάνιση. Χρησιμοποιείται συχνά σε ποικιλία περιγραμμάτων, τόσο σε καθημερινές συνομιλίες όσο και σε γραπτές μορφές. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή και τείνει να εμφανίζεται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Su rostro refleja la felicidad.
(Το πρόσωπό της/του αντικατοπτρίζει την ευτυχία.)
El artista pintó un rostro impresionante.
(Ο καλλιτέχνης ζωγράφισε ένα εντυπωσιακό πρόσωπο.)
Ella tiene un rostro amable.
(Αυτή έχει ένα φιλικό πρόσωπο.)
Στη ισπανική γλώσσα, η λέξη rostro μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Rostro conocido
(Γνωστό πρόσωπο)
Ejemplo: En la fiesta vi a un rostro conocido.
(Στο πάρτι είδα ένα γνωστό πρόσωπο.)
Rostro de piedra
(Πρόσωπο από πέτρα ή αδιάφορο πρόσωπο)
Ejemplo: A pesar de las críticas, mantuvo un rostro de piedra.
(Παρά τις κριτικές, διατήρησε ένα αδιάφορο πρόσωπο.)
Rostro de ángel
(Πρόσωπο αγγέλου)
Ejemplo: Su rostro de ángel la hace ver inocente.
(Το πρόσωπο αγγέλου της την κάνει να φαίνεται αθώα.)
No hay rostro sin sombra
(Δεν υπάρχει πρόσωπο χωρίς σκιά)
Ejemplo: Todos tenemos un lado oscuro; no hay rostro sin sombra.
(Όλοι έχουμε μια σκοτεινή πλευρά; δεν υπάρχει πρόσωπο χωρίς σκιά.)
Cambiar de rostro
(Να αλλάξει η έκφραση του προσώπου)
Ejemplo: Su expresión cambió de rostro cuando escuchó la noticia.
(Η έκφρασή του άλλαξε όταν άκουσε τα νέα.)
Η λέξη rostro προέρχεται από τη Λατινική λέξη "rostrum", η οποία σημαίνει "πρόσωπο" ή "όψη". Χρησιμοποιείται σήμερα για να υποδηλώσει την εμφάνιση του προσώπου ενός ατόμου.